- ὑδνόφυλλον
- ὑδνόφυλλονa herb said to grow over trufflesneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υδνόφυλλον — τὸ, Α είδος πόας που φύεται πάνω από τα ύδνα δηλώνοντας έτσι το σημείο όπου αυτά βρίσκονται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδνον + φύλλον] … Dictionary of Greek
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek